επίσφατος

επίσφατος
ἐπίσφατος, -ον (AM)
μσν.
ολέθριος
αρχ.
διαβόητος, δυσφημημένος, με κακό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φατός (< φημί «λέγω, μιλώ»). Το -σ- αναλογικό κατά τα θέσφατος, πρόσφατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”